μυδρίνη

μυδρίνη
η
(φαρμ.) κολλύριο από εφεδρίνη και οματροπίνη το οποίο επιφέρει διαστολή τής κόρης τού οφθαλμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύδρος (πρβλ. μυδρίαση)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”